διαρροίας

διαρροίας
διαρροίᾱς , διάρροια
flowing through
fem acc pl
διαρροίᾱς , διάρροια
flowing through
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Нирванас, Павлос — Павлос Нирванас . Павлос Нирванас (греч. Παύλο …   Википедия

  • έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • αδιάρροια — ἀδιάρροια, η (Α) [διάρροια] 1. επίσχεση, παύση τής διάρροιας 2. δυσκοιλιότητα …   Dictionary of Greek

  • κίρρωση — Προοδευτική αναπαραγωγή του συνδετικού ιστού ενός οργάνου, η οποία τις περισσότερες φορές οφείλεται σε χρόνια φλεγμονή. Ο όρος κ. χρησιμοποιείται συχνότερα για την κ. του ήπατος, χρόνια πάθηση κατά την οποία το ήπαρ χάνει τη φυσιολογική λοβιώδη… …   Dictionary of Greek

  • κατάρρηξις — κατάρρηξις, ἡ (Α) [καταρρήγνυμι] 1. ρήξη μεμβρανών 2. φρ. «κατάρρηξις κοιλίης» δυνατή σύσπαση τής κοιλιάς για κένωση σε περίπτωση διάρροιας …   Dictionary of Greek

  • λειεντερία — η (Α λειεντερία) μορφή διάρροιας κατά την οποία αποβάλλονται ημιάπεπτες τροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + εντερία (< έντερος < ἔντερον)] …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • μουλτανίνη — η στυπτικό φάρμακο το οποίο παρέχεται σε περιπτώσεις διάρροιας …   Dictionary of Greek

  • νετρόνιο — Ουδέτερο ηλεκτρικά σωματίδιο, με μάζα περίπου 2.000 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου και 1,0014 φορές από τη μάζα του πρωτονίου τα ν. μαζί με τα πρωτόνια αποτελούν τα βασικά συστατικά του πυρήνα στον οποίο συγκεντρώνεται ποσοστό… …   Dictionary of Greek

  • οπουντία — (opuntia). Γένος φυτών της οικογένειας των κακτιδών, που αριθμεί περισσότερα από 100 είδη, ιθαγενή της τροπικής Αμερικής. Ο βλαστός τους έχει φύματα αγκαθωτά και τα άνθη τους είναι μεγάλα με στρογγυλή στεφάνη. Το κυριότερο είδος είναι η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”